- ἀποκρίνεσθαι
- ἀποκρί̱νεσθαι , ἀποκρίνωset apartpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ответ — ответить, др. русск. отъвѣтъ, ст. слав. отъвѣтъ ἀπόφασις, ἀπόκρισις, отъвѣштавати ἀποκρίνεσθαι (Супр.) Далее см. вет … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
отъвѣтати — ОТЪВѢТА|ТИ (6*), Ю, ѤТЬ гл. Отвечать: ѿвѣташа же. мира не хочемъ. ЛН XIII2, 85 (1216); ѥгда придоша послании на погублениѥ ѥю. что ѿвѣтаста сущимъ с нима. ЧтБГ к. XI сп. XIV2, 115в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъвѣщавати — ОТЪВѢЩАВА|ТИ (36), Ю, ѤТЬ гл. 1.Говорить в ответ, отвечать: Пьрвѣѥ даже не слышиши не отъвѣштѧваи. и не вълагаисѧ въ срѣдѹ б‹е›сѣды (μὴ ἀποκρίνου) Изб 1076, 147 об.; въпроше||нъ же бывъ ѿ б҃жествьнаго навъкрати˫а. ѡ сѹщихъ въ епитемии. мнихъже и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εφεξής — (ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης) επίρρ. 1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.) 2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.) 3 … Dictionary of Greek
μετάβουλος — μετάβουλος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλει την απόφαση του, που αλλάζει το φρόνημά του («ἀποκρίνεσθαι δεῑται νυνὶ πρὸς Ἀθηναίους μεταβούλους», Αριστφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + βουλος (< βουλή «σκέψη, απόφαση»), πρβλ. σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek
περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… … Dictionary of Greek
υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ … Dictionary of Greek